Η Μαγεία του Μάη

Η πρώτη παρουσίαση του μυθιστορήματος «Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΗ» έγινε από τον εκδοτικό οίκο Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ε. την Παρασκευή 11 Μαΐου 2007 στη Στοά του Βιβλίου. Για το βιβλίο μίλησαν ο ομότιμος καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Φαράντος και ο συγγραφέας Χρήστος Καφτεράνης. Αποσπάσματα διάβασε η σκηνοθέτης – ηθοποιός Κατερίνα Παλιού.


Παραθέτουμε κάποια στοιχεία κριτικής:

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΑΡΑΝΤΟΣ: «…Έτσι λοιπόν έχουμε μια μνημονική τομογραφία που μας στέλνει ένα εκ βαθέων μήνυμα διαρκών συναντήσεων με τους άλλους, που αποτελούν έναν οικείο ζωντανό και δυνατό κόσμο μέσα μας, τον κόσμο των παιδικών φίλων ως αληθινού τμήματος του εαυτού μας στη διαρκή πορεία προς το αύριο…Όσο περνάνε τα χρόνια τόσο τα μέλη της παρέας γίνονται πρόσωπα ενός τόπου και μιας εποχής, ερμηνευτικό ευρετήριο για την ιστορία του καθενός την κοινωνικοποίηση και ανθρωποποίηση. Η περιγραφή της πορείας απ’ τον Γιώργη Παπανικολάου αποτελεί την περιγραφή της πορείας του ανθρώπου προς το διαρκώς νέο, της πορείας από τον τόπο στον κόσμο, απ’ την πηγή προς τη ροή και απ’ τις εκβολές προς τα πηγαία νάματα. Εδώ έχουμε ένταση, ευθύ λόγο, βαθιά συναισθήματα, ρέουσα περιγραφή, σαφήνεια στην έκθεση και παρατήρηση, ανθρώπινα τοπία που φωτίζονται με το φως της μνήμης, μια ήσυχη δραματουργία, στιγμές που δείχνουν καιρό κι όχι μόνο χρόνο, αναγνώριση, συμμετρικές κινήσεις προσώπων, διαφανείς χώρους, σκέψεις και νοσταλγία σε τάξη και έξω από κρίση. Όλα περιγράφονται και είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους γύρω από την ύπαρξη κοντινών ανθρώπων και φίλων, όπου πρόσωπα και πράγματα δρουν και κινούνται σύμφωνα με τον τόπο τους, την εποχή τους και τη φύση τους… Το παρόν ανάγεται προς το βάθος του παρελθόντος, το οποίο φωτίζει με τη σειρά του το παρόν και μεταβάλλεται σε ιστορία και παρουσία. Έτσι οι δυο πόλοι αποτελούν μια διαλεκτική πολικότητα μέσα στην ενότητα του ανθρώπινου προσώπου… «Η μαγεία του Μάη» θεμελιώνει τη πολικότητα «παλιό» - «καινούργιο» και μένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη, όπου συνυπάρχει το χθες, το σήμερα και το αύριο σε επαφή με το αναπάντεχο που έρχεται απ’ το παρελθόν».


ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΦΤΕΡΑΝΗΣ: «Η απλότητα και η αθωότητα των πρώτων χρόνων της Άνοιξης στη ζωή του ανθρώπου, που, φτάνοντας στο αποκορύφωμα του Μάη, συνειδητοποιεί απαιτήσεις υπέρβασης των στερεότυπων και των προκαταλήψεων κάθε εποχής, και με καθαρή ματιά ανακαλύπτει μερικές από τις βασικές ανθρώπινες έννοιες και αξίες. Κι όλ’ αυτά, μέσα από γεγονότα και καταστάσεις που έρχονται με μια διαρκή ροή κινηματογραφικής εναλλαγής κωμωδίας και δράματος. Ο έρωτας, που εμφανίζεται με την επιτακτικότητα και την αψάδα του ενστίκτου, περιβάλλεται ταυτόχρονα με την απαίτηση της ανεπανάληπτης ομορφιάς του συναισθήματος, σαν μια μοναδική ανθρώπινη πνευματική αναγωγή. Το αποτέλεσμα αυτής της αναγωγής υπάρχει ενδεχόμενο να παραμένει αναλλοίωτο από τις μυλόπετρες των χρόνων της σκληρότητας, και να εμφανίζεται ξαφνικά σαν ένα φως από το παρελθόν, για να δώσει πληρότητα και προοπτική σ’ ένα παρόν και μέλλον».


Εφημερίδα ATHENS VOICE (21-6-07): «Θέμα τα μαγικά χρόνια του Μάη (η γνωστή ηλικία της νιότης) και αφορμή μια παρέα παιδιών που μεγαλώνει ανέμελα σε μια επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του 60. Η φιλία τους λειτουργεί διπλά: ως πυξίδα στην αινιγματική πορεία προς το αύριο και ως κινητήρια δύναμη για διαφυγή από τη γειτονιά προς τους δρόμους της πόλης, προς τον κόσμο. Αφήγηση γρήγορη, γλώσσα ζωντανή και γνήσια λαϊκή (αυτή ακριβώς που χρειάζεται η ιστορία)».


Εφημερίδα ΑΥΡΙΑΝΗ (13-5-07): «Συγκίνηση και χιούμορ, εναλλάσσονται και πλέκουν τον ιστό της αφήγησης σ’ ένα βιβλίο, που σίγουρα θα σας γοητεύει μέχρι την τελευταία σελίδα του…Τα χρόνια του Μάη πρωταγωνιστούν, συγκινούν και παρασύρουν τον αναγνώστη στη μαγεία τους».


Εφημερίδα ΒΡΑΔΥΝΗ (21-7-07): «Η μαγεία της αίσθησης και της συναίσθησης των πραγμάτων στα χρόνια της νεότητας. Ένα μυθιστόρημα για τον Μάη της ζωής μας και για μια εφηβεία που πάντα παλεύει να βρει την ισορροπία ανάμεσα στο παλιό που φεύγει και στο καινούργιο που έρχεται».


Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ (8-7-07): Στη παρουσίαση των νέων βιβλίων το μυθιστόρημα «Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΗ» επελέγη μαζί με δέκα τέσσερα άλλα βιβλία σαν η πρόταση του ερωτικού βιβλίου για το καλοκαίρι.


Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (13-5-07): «Το ξεκίνημα και το δέσιμο μιας παρέας στα χρόνια της νιότης σε μια επαρχιακή πόλη. Η ανεμελιά που άρχισε να γίνεται όνειρα και προσδοκίες, και πάνω απ’ όλα ο έρωτας που έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί μεγάλες ανατροπές».


Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ (22-11-07): «Ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα ειδικών λογοτεχνικών αξιώσεων, που πλημμυρίζει από τρυφερές μνήμες και υπέροχα συναισθήματα, ενώ η γραφή του γοητεύει και ξεκουράζει».


Η ΝΤΕΛΑ (απόσπασμα από το βιβλίο «Η μαγεία του Μάη»)

«…Ένιωθα περίεργα έτσι που ήμουνα σκαρφαλωμένος σαν γάτος, κάτω από ένα πελώριο ολόγιομο φεγγάρι, που δέσποζε στην αυγουστιάτικη νύχτα. Απ’ τη μια έβλεπα το φωτισμένο πλαϊνό μπαλκόνι του σπιτιού της Ντέλας κι απ’ την άλλη παρακολουθούσα τον κήπο του σινεμά, μήπως φαινόταν ο Τσεκούρας με τον Λάκη…

Στο μεταξύ το έργο είχε αρχίσει κι έφταναν στ’ αυτιά μου η μουσική και οι διάλογοι. Ετοιμάστηκα να πηδήξω στο περιβόλι για να φύγω, αλλά την τελευταία στιγμή με σταμάτησε η ξαφνική παρουσία της Ντέλας στο μπαλκόνι.

Φάνηκε σαν μια οπτασία μες στο φως του φεγγαριού. Ακούμπησε τα χέρια της στο σιδερένιο κάγκελο και γέρνοντας το κεφάλι πίσω τεντώθηκε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

Φορούσε ένα λεπτό ριχτό φόρεμα στο χρώμα της κρέμας, που φέγγιζε, αφήνοντας να διαγράφονται οι γραμμές του κορμιού της.

Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος μου κι αυτό μ’ έκανε να κρυφτώ καλύτερα πίσω απ’ τα κλαριά. Η σκέψη πως μπορεί να μ’ έβλεπε δεν κράτησε πολύ, γιατί κατάλαβα πως από κει πάνω σίγουρα θα παρατηρούσε την κίνηση στο δρόμο που περνούσε μπροστά απ’ το σινεμά κι απ’ το σπίτι της.

Απ’ το δρόμο ακούστηκαν φωνές και μου φάνηκε σαν να ξεχώρισα τη φωνή του Τσεκούρα. Μετά από λίγο έγινε πάλι ησυχία. Αυτή την ώρα δεν με απασχολούσε η τύχη του Τσεκούρα και του Λάκη, γιατί το χειρότερο που θα πάθαιναν θα ήταν η ξεφτίλα να τους πετάξουν έξω από το σινεμά. Αλλά όταν αποφασίζαμε να κάνουμε την εξόρμηση, είχαμε υπολογίσει πως ήταν δυνατόν να μας συμβεί κάτι τέτοιο ή, ακόμα χειρότερα, να μπλέκαμε και με την αστυνομία. Μέχρι τώρα όμως δεν είχε ακουστεί να’ ρχεται κάποιο περιπολικό κι αυτό το ενδεχόμενο φαινόταν να μη υπάρχει πλέον. Έτσι κι αλλιώς, μετά απ’ αυτό που έγινε, δεν θα ξανατολμούσαμε να μπούμε κρυφά στο σινεμά.

Όση ώρα σκεφτόμουν όλα αυτά, δεν έχασα απ’ τα μάτια μου την Ντέλα. Μακάρισα τον εαυτό μου γι’ αυτή την ανέλπιστη τύχη. Η απόσταση και το κόντρα φως του δωματίου δε μ’ άφηναν να δω την έκφραση του προσώπου της. Δε με πείραζε όμως, γιατί και μόνο η παρουσία της γέμιζε όλες μου τις αισθήσεις.

Η αύρα που μου’ φερνε τα αρώματα του λεμονανθού και του γιασεμιού ερχόταν απ’ τη μεριά της. Μια απαλή μουσική υπόκρουση ήρθε απ’ την οθόνη και μπλέχτηκε με τα αρώματα. Η Ντέλα ακολούθησε το γλυκό ρυθμό, κουνώντας το κεφάλι και το κορμί της πέρα δώθε. Η κίνηση και το αεράκι κολλούσαν το λεπτό ύφασμα του φουστανιού στις καμπύλες του κορμιού της. Τα μακριά μαύρα μαλλιά συμπλήρωναν αυτή την απολαυστική αιώρηση μιας παραμυθένιας γυναικείας παρουσίας.

Παρακολουθούσα ακίνητος και μαγεμένος! Και την ίδια στιγμή ένιωθα και μια ενοχή, σαν να’ χα παραβιάσει το άβατο ενός ιερού απαγορευμένου χώρου.

Καταλάβαινα πως δεν είχα το δικαίωμα να γεμίζω τις αισθήσεις μου μ’ αυτή την ομορφιά, και πως ήταν σαν να’ κλεβα αυτές τις στιγμές. Η μαγεία όμως δεν κράτησε πολύ. Όπως ξαφνικά εμφανίστηκε η Ντέλα, έτσι και εξαφανίστηκε, μπαίνοντας στο δωμάτιο σαν κάποιος να την κάλεσε από κει»…


Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ (απόσπασμα από το βιβλίο «Η μαγεία του Μάη»)

«…Σ’ αντίθεση με τη Ντέλα, αυτή που ερχόταν συχνά σε νυχτερινές ονειρικές επισκέψεις ήταν η ψυχοκόρη της γειτόνισσας. Την έβλεπα σχεδόν καθημερινά, πότε στο δρόμο και πότε μέσα απ’ τον κήπο μου, κάποια μεσημέρια να πηγαινοέρχεται στην αυλή της κάνοντας δουλειές, μέχρι που να φύγει πάλι για το κομμωτήριο.

Το δέρμα της, λείο και τσιτωμένο, στο χρώμα του σταριού, φαινόταν ν’ αποζητάει το χάδι και το φιλί. Οι καμπύλες της, σε σωστή αναλογία, γίνονταν περισσότερο επιθυμητές, όταν ακολουθούσαν την κίνηση του νωχελικού της περπατήματος. Ήμουν σίγουρος πως καταλάβαινε το κοίταγμά μου και πως έκανε το κάτι παραπάνω για να το κρατάει πάνω της. Όταν άπλωνε τα πλυμένα ρούχα, χόρευε προκλητικά σ’ όποιο ρυθμό έπαιζε το ραδιόφωνο, που ακουγόταν μέσα απ’ το σπίτι. Όταν στις ζεστές μέρες πότιζε τον ανθόκηπο, έριχνε με το λάστιχο νερό στα πόδια της, μαζεύοντας το λεπτό πρόχειρο φουστάνι της πολύ πάνω απ’ τα γόνατα. Ποτέ δε με κοίταζε και πάντα μου’ δειχνε την πλάτη της. Η μόνη φορά που γυρνούσε και με κοίταζε ήταν όταν, βρέχοντας το κεφάλι κάτω απ’ τη βρύση, έφερνε τινάζοντας το μακρύ μαλλί μπροστά στο πρόσωπό της και γυρνώντας προς εμένα, μου’ δειχνε το στήθος της, που διαγραφόταν έντονα κάτω απ’ το βρεγμένο λεπτό ύφασμα. Ήξερα πως όλ’ αυτά ήταν ένα είδος εκδίκησης, που τη δεχόμουν χωρίς να’ χω τη δύναμη ν’ αντισταθώ».


Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ (απόσπασμα από το βιβλίο «Η μαγεία του Μάη»)

Προχώρησα και μπήκα στο σπίτι. Ήταν εκεί, στη μέση του ολόφωτου δωματίου, ντυμένη με κάτασπρο ατσαλάκωτο νυφικό, μέσα σε μια θάλασσα λουλουδιών του κήπου και του αγρού. Τα λουλούδια ξεχείλιζαν απ’ το φέρετρο κι απλώνονταν πυκνά κι ανάκατα τριγύρω πάνω στο πάτωμα.

Κοίταξα το πρόσωπό της κι απόμεινα για λίγο εκεί, δίπλα στην πόρτα, να τη χαζεύω. Είχε μια αλλόκοτη ομορφιά, που’ βλεπα για πρώτη φορά. Το δέρμα της είχε ένα διάφανο χρώμα απ’ το κίτρινο προς το άσπρο, μ’ ένα κόκκινο κούκλας στα μάγουλα και στα χείλη. Στο πρόσωπό της ήταν αποτυπωμένη η απόλυτη ηρεμία, η απόλυτη γαλήνη. Τα μάτια της ήταν κλειστά σαν επισφράγισμα του δικού της αποχαιρετισμού. Ποτέ πια δε θα περιμένω να συναντήσω το βλέμμα της, σκέφτηκα.

Δυο μεγάλες άσπρες λαμπάδες άναβαν δίπλα της και πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, μπροστά απ’ την εικόνα του Χριστού, έκαιγε ένα καντήλι και λίγο λιβάνι. Τρεις μαυροφορεμένες γυναίκες, με τα κεφάλια γυρτά στο πλάι, κάθονταν γύρω της. Αναγνώρισα τη θεια-μάνα της και δυο γριές μοιρολογίστρες της γειτονιάς.

Έκανα ένα βήμα, ξεκινώντας να πάω κοντά της για τον αποχαιρετισμό, αλλά δεν πρόλαβα. Δίπλα μου εμφανίστηκε ξαφνικά ο Αντρέας, συνοδευόμενος από τη θεια-Μάνθα. Μόλις τον είδαν οι μοιρολογίστρες έβγαλαν ένα ξαφνικό μακρόσυρτο ουρλιαχτό κι άρχισαν με τη θεια-Μάνθα να λένε ένα μοιρολόι που ράγιζε πέτρες. Ο Αντρέας πήγε κι έπεσε πάνω στην αρραβωνιαστικιά του κι έβλεπα τις πλάτες του να τραντάζονται.

Έκανα στροφή και βγήκα γρήγορα στην αυλή. Δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο αυτή την ατμόσφαιρα κι έφυγα για το σπίτι μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και, κατά έναν περίεργο τρόπο, κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως, σαν να είχα μέρες να κάνω κάτι τέτοιο.

Η ψυχοκόρη δεν καθυστέρησε καθόλου στο ονειρικό μας αντάμωμα. Μόνο που τώρα ήταν μικρή, με τα δυο κοτσιδάκια να κρέμονται δίπλα απ’ τα αυτιά, όπως τότε που πηγαίναμε στο δημοτικό. Την κρατούσα απ’ το χέρι και τρέχαμε μέσα στ’ αμπέλι, δίπλα στη ρεματιά. Στο πέρασμά μας πολύχρωμα πουλιά ξεπετάγονταν μέσα απ’ τα πυκνόφυλλα κλήματα, παίρνοντας μαζί τους ρόγες σταφυλιών. Με παρακαλούσε με χαμόγελο να της γεμίσω με σταφύλια το καλαθάκι που κρατούσε, γιατί ήθελε να τα πάρει μαζί της στο ταξίδι. Με μια αγωνία, σαν για να προλάβω να κάνω αυτό που’ θελε πριν φύγει, βρήκα με δυσκολία μερικά τσαμπιά και απογέμισα το καλαθάκι της με αγριολούλουδα, που τα’ βρισκα εύκολα. Πήρε το καλαθάκι της και, χοροπηδώντας σαν σε παιχνίδι, πήγε στο διπλανό χωράφι, όπου την περίμενε ένα λαμπερό πελώριο αερόστατο, έτοιμο να απογειωθεί. Πήγε και ξάπλωσε πάνω στο στουπί, που έγινε κάτασπρο κρεβάτι, μεγάλη πλέον, ντυμένη με το κάτασπρο νυφικό της. Έβγαλε απ’ το καλαθάκι της τα αγριολούλουδα και στόλισε γύρω το κρεβάτι της. Τα σταφύλια έγιναν λιβάνι, που άρχισε να καίει. Οι μυρουδιές του λιβανιού και των λουλουδιών φούσκωσαν το αερόστατο, που άρχισε να ανεβαίνει. Η ψυχοκόρη άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε χαμογελώντας. Μου κούνησε το χέρι της σ’ ένα «αντίο», που ερχόταν σαν μια φυσική συνέπεια του ταξιδιού της στον ουρανό. Το χαμογελαστό πρόσωπό της έσβησε, όταν το αερόστατο έγινε μια κουκίδα, που χάθηκε μέσα σε μια συστάδα άσπρων σύννεφων».