Η Γένεση του Κακού
(Τριλογία)
Ο Παράδεισος
Η Μετάλλαξη
Υπό Έκδοση
Ο ΑΡΧΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΣΤΗ ΓΗ
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η γένεση του κακού»)
«…Ήξερε πως αυτό το ταξίδι ήταν το σημαντικότερο απ’ όσα είχε κάνει μέχρι τότε και, χωρίς να υπάρχει μια φανερή αιτία, είχε την εντύπωση πως η επίσκεψή του στον πλανήτη Γη θα σηματοδοτούσε πρωτοφανείς εξελίξεις, που θα επηρέαζαν όλη τη συμπαντική κατάσταση. Χωρίς να μπορεί να το συνδυάσει, ήξερε ακόμα πως αυτές οι εξελίξεις θα είχαν σχέση και με την τελευταία περίεργη συμπεριφορά του Αρχάγγελου Εωσφόρου.
Αυτή η σκέψη τον έκανε να δικαιολογήσει απόλυτα τα μέτρα φύλαξης και προστασίας του πλανήτη, που πάρθηκαν με το σχεδιασμό και τις εντολές του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ. Μπορεί μέχρι τότε να μην είχαν φανεί κάποια σημάδια άμεσης απειλής, αλλά ο ακατάληπτος τρόπος που είχε ενεργήσει ο Αρχάγγελος Εωσφόρος, συνιστούσε μια πρωτοφανή παραβίαση των αγγελικών λειτουργικών κανόνων. Αυτό είχε συμβεί για πρώτη φορά και δεν μπορούσε να προβλέψει τις επιπτώσεις που θα υπήρχαν στην κοινωνία των αγγέλων και γενικότερα στη πλάση.
Στη διάρκεια του ταξιδιού, ο Άρχων Γαβριήλ είχε την άνεση να σκεφτεί, προσπαθώντας να εντοπίσει τα βαθύτερα αίτια των πρωτοφανών ενεργειών του Αρχάγγελου Εωσφόρου, που είχαν σαν πρώτο αποτέλεσμα τις αρρυθμίες που παρουσιάστηκαν στη διαδικασία της κρίσης των υπάρξεων. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε άμεσα, όταν ο Άρχων Μιχαήλ κάλεσε τον αρχηγό των τακτικών δυνάμεων Φωτεινό άγγελο, άγγελο Ραφαήλ, και του είπε να φροντίσει για την αντικατάσταση των αγγέλων που είχαν ακολουθήσει τον Αρχάγγελό τους στη φυγή και στην απομόνωσή του. Ταυτόχρονα κάλεσε τον δευτερογενή άγγελο Ερμιήλ και του έδωσε εντολή να παραδίνει τους κρυστάλλους, για τη διαδικασία της κρίσης, στον πρωταρχικό δευτερογενή άγγελο Ραφαήλ, που θα αντικαθιστούσε τον Αρχάγγελο Εωσφόρο. Έτσι, η αναστάτωση που είχε δημιουργηθεί, δεν πρόλαβε να επεκταθεί και να διαταράξει την ισορροπία και την αρμονία που επικρατούσε στον πλανήτη Αμάλθεια. Όμως ένα γενικότερο πρόβλημα εξακολουθούσε να υπάρχει, με την εκκρεμότητα που δημιουργούσε η συμπεριφορά του Αρχάγγελου, με τη φυγή στην απομόνωση. Όπως όλοι οι άγγελοι, έτσι και ο Άρχων Γαβριήλ, δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτή την ενέργεια κι αδυνατούσε να συλλάβει τις σκέψεις που είχαν τη δύναμη να οδηγήσουν σε τέτοιες αποφάσεις. Έπειτα, αυτό το γεγονός άφηνε κι άλλο ένα ανερμήνευτο κενό, γιατί κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει. Αλλά, από καιρό πριν, η συμπεριφορά του Αρχάγγελου Εωσφόρου είχε αρχίσει να γίνεται ακατανόητη, όταν, τελείως απρόσμενα, είχε ζητήσει να του δώσουν τη δυνατότητα να πηγαινοέρχεται κι αυτός μαζί τους στον Μεγάλο Πλανήτη. Παρ’ όλο που και μόνο αυτή η σκέψη ήταν τουλάχιστον περίεργη, γιατί ήταν ασύμβατη με την αγαθότητα, την υπευθυνότητα και τη γνώση της αποστολής του κάθε αγγέλου, του έδειξαν όλη την αγάπη τους, μιλώντας μαζί του και προσπαθώντας να τον επαναφέρουν στα όρια της σημαντικής προσφοράς του. Αυτός όμως εξακολούθησε να συμπεριφέρεται ακατανόητα, με αποκορύφωμα την απροειδοποίητη φυγή και τη διακοπή κάθε επικοινωνίας.
Το «όχημα ασπίδα» πέρασε στη τελευταία χρονοσήραγγα της καθορισμένης διαδρομής, κι από μακριά φάνηκε να πλησιάζει ο πλανήτης Γη που είχε το χρώμα της ομίχλης. Ο ΑρχΑγγελος Γαβριήλ σηκώθηκε και, παρακολουθώντας τις δυνάμεις των Χερουβείμ, των Σεραφείμ και των Φωτεινών αγγέλων να παραμερίζουν στο αντίκρισμα του οχήματός του, ένιωθε απόλυτα έτοιμος για να ξεκινήσει τις διαδικασίες της δημιουργίας». ..
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΖΑΚΙΗΛ
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η γένεση του κακού»)
«Η απότομη και ξαφνική άφιξη του Αζακιήλ βρήκε πάλι τους αρχηγούς ταγμάτων συγκεντρωμένους μπροστά στον Αρχάγγελο Εωσφόρο, μόνο που τώρα, μόλις βγήκε από το Έτσαλον, βρέθηκε να προσλαμβάνει μια ριζική αλλαγή στη νοητική και μορφολογική τους κατάσταση. Ήταν τόσο σημαντική αυτή η διαφορά, που ένιωσε μια απομόνωση, καθώς κανένας δεν φάνηκε να δίνει σημασία στην άφιξή του, και ταυτόχρονα η ζήλια του δάγκωσε τον νου, αφού διαπίστωνε πως αυτή η αλλαγή, που αφορούσε όλους τους άλλους εκτός απ’ αυτόν, τους είχε φέρει τόσο κοντά στον Μεγάλο Αρχηγό και δημιουργό τους, που φαινόταν να είναι τελείως δοσμένοι σε μια μυστική επικοινωνία μαζί του. Τη στιγμή που ο Αζακιήλ σκέφτηκε να πάει πιο κοντά στη σύναξη, για να τους κάνει να προσέξουν τη παρουσία του, όλοι τους, σαν να τους δόθηκε κάποια εντολή, έκλεισαν τα καινούργια τους φτερά και ισιώνοντας το νέο τους κορμί, ατένισαν με επιφύλαξη τον Μεγάλο Άρχοντα, που ξαφνικά περιβλήθηκε με το κοκκινόμαυρο χρώμα του μάγματος. Η εμφάνισή του ήταν τόσο μοναδική κι επιβλητική που όλοι οι Σκοτεινοί άγγελοι κύρτωσαν πάλι το κορμί, αφήνοντας επιφωνήματα και ψιθύρους υποταγής και θαυμασμού. Μόνο ο Αζακιήλ καθόταν στητός κι ακούνητος, νιώθοντας παραμελημένος και σχεδόν ξένος, παρ’ όλο που μ’ όλη του τη δύναμη ήθελε κι αυτός να δείξει την υποταγή και τον θαυμασμό του στον Μεγάλο Άρχοντα και δημιουργό του. Κι ενώ αναρωτιόταν για το τι θα ’πρεπε να κάνει για ν’ ακολουθήσει κι αυτός την αλλαγή τους και να πάρει πάλι τη θέση του, ο δεύτερος μετά τον Σεμιαζά, ο νους του, τελείως ξαφνικά κι αναπάντεχα, παραδόθηκε στο ενδιαφέρον του Αρχαγγέλου του. Παρ’ όλο που η αναφορά του ήταν σύντομη και σαφής, κι είχε τα στοιχεία που θα ’πρεπε να ικανοποιήσουν τη προσδοκία του αρχηγού του, Αυτός, αφήνοντας ένα μουγκρητό δυσαρέσκειας, έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και πρόταξε το σαγόνι σε μια στάση έντονης επιτίμησης. Η ευστροφία του Αζακιήλ ήταν τελείως αδρανοποιημένη καθώς, η προσπάθειά του να καταλάβει την αιτία αυτής της δυσαρέσκειας, δεν τον έκανε να σκύψει το κεφάλι και να χαμηλώσει το βλέμμα μπροστά στη πηγή της δύναμης που ήθελε να υπηρετεί. Το αποτέλεσμα της απερίσκεπτης στάσης του ήταν να νιώσει αυτή τη δύναμη να τον εκμηδενίζει, όταν, σ’ ένα ελάχιστο νεύμα των ματιών του Μεγάλου Άρχοντα, σηκώθηκε στον αέρα και τελείως άβουλος πήγε και στάθηκε μπροστά του πεσμένος στα τέσσερα. Κι έτσι παρέμεινε εκεί χωρίς να μπορεί να σκεφτεί οτιδήποτε, παρά το μόνο που καταλάβαινε ήταν πως η ύπαρξή του ήταν ολάκερα δοσμένη στον Μεγάλο Άρχοντα, περιμένοντας τη δική Του απόφαση για τη τύχη της»…
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΡΜΙΗΛ ΠΑΕΙ ΞΑΝΑ ΣΤΗ ΓΗ
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η γένεση του κακού»)
«Ο άγγελος Ερμιήλ βρισκόταν για πολύ ώρα σε αιώρηση πάνω απ’ τη κορφή του ψηλότερου βουνού, παρακολουθώντας τον ήλιο να χάνεται στον ωκεανό. Τώρα ήταν σίγουρος πως δεν χρειαζόταν να κάνει όλες τις προβλεπόμενες περιστροφές για τη καταγραφή της κατάστασης του πλανήτη, γιατί ήταν ολοφάνερη η πλήρης επικράτηση και σταθεροποίηση της ισορροπίας και αρμονίας. Αυτή η διαπίστωση του έφερε μεγάλο εφησυχασμό και δεν αποφάσιζε ακόμα να πετάξει για το έτσαλον, παρατείνοντας έτσι τη πρόσληψη της αγαλλίασης. Η πρωτόγνωρη εμπειρία της επαφής του με το ανθρώπινο είδος, λειτούργησε σαν καταλύτης κάθε ανησυχίας του για την εξάπλωση της αρρώστιας. Τον είχε συνεπάρει η τελειότητα της υλικής έκφρασης μιας τόσο ευφυούς αθωότητας, που λειτουργούσε σαν τον κορυφαίο πομπό και δέκτη της αρμονίας που επικρατούσε στον πλανήτη. Είχε τόση ομορφιά και αίγλη αυτή η εκδήλωση της Πνοής του Μεγάλου Δημιουργού, που ένιωθε συνέχεια την ανάγκη να βρίσκεται κοντά στους ανθρώπους, που τους καταλάβαινε σαν προέκταση και συμπλήρωμα της δικής του νοητικής ύπαρξης. Έτσι, μέσα από την εξαίσια νοητική επαφή, ήθελε να συμμετέχει στις καθημερινές εκδηλώσεις της ζωής τους, που η απλότητά τους έκφραζε ταυτόχρονα το μεγαλείο και τη δύναμη της καλοσύνης. Η συνεχής διάθεση για προσφορά εκφραζόταν με ποικίλους τρόπους κι έδειχνε τη δυναμική και ζωογόνα ενέργεια της αγάπης. Ακόμα και οι πρωτόγνωρες για την ομορφιά τους ερωτικές συνευρέσεις, είχαν όλη την αθωότητα της προσφοράς του ενός στον άλλον μέσα από μια μοναδική ικανοποίηση κι ευχαρίστηση που θα είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ζωής. Οι φωνές, το γέλιο και τα παιχνίδια των μωρών και των παιδιών, ήταν για τον Ερμιήλ μια ακόμη μοναδική εκδήλωση αγγελικής παρουσίας, γιατί οι άγγελοι ποτέ δεν περνούσαν απ’ αυτό το στάδιο της ηλικιακής ωρίμανσης. Τώρα όμως διαπίστωνε πως κι αυτός με τα παιδιά μπορούσε να γίνεται παιδί και να συνταυτίζεται απόλυτα με τη συμπεριφορά τους. Έτσι είχε τη δυνατότητα να συμμετέχει και να νιώθει την ομορφιά των συνεχόμενων ανακαλύψεων, και ν’ αφήνεται με απόλυτη εμπιστοσύνη στις αγκαλιές και στη φροντίδα όλων των πλασμάτων που είχαν τη μεγάλη επιθυμία να τη προσφέρουν. Ήταν τόση η ενέργεια από τη χαρά και την αγαλλίαση που προσλάμβανε συνέχεια ο Ερμιήλ, ώστε η φωτεινή παρουσία του είχε γίνει σχεδόν εκτυφλωτική και ταυτόχρονα απόλυτα αποδεκτή και συμβατή με την ουσία του πλανήτη. Ένιωθε πλέον πως η ύπαρξή του δεν ήταν παρά ένα κομμάτι μιας καινούργιας κι ανώτερης μελωδίας, που παρόμοιά της μόνο στον Πλανήτη της Απόλυτης Καλοσύνης μπορεί να υπήρχε. Η σκέψη της επιστροφής στην Αμάλθεια βρισκόταν στην άκρη του μυαλού του σαν μια μελλοντική ενέργεια που είχε χάσει τη σημασία του κατεπείγοντος, γιατί τα όσα συνέβαιναν στον γαλαξία του Λεβιάθαν ήταν τόσο απόμακρα και απομονωμένα, που δεν είχαν τη δύναμη να επηρεάσουν σε τίποτα την εξέλιξη του μικρού πλανήτη.
Ο άγγελος Ερμιήλ είχε εξακολουθήσει να επισκέπτεται διάφορους τόπους και να έχει επαφές με τους ανθρώπους για μερικά ακόμη μερόνυχτα. Έτσι είχε διαπιστώσει πως παντού υπήρχε απλωμένη η ίδια γαλήνη και αρμονία, με μια απόλυτη ισορροπία όλων των στοιχείων που συνέθεταν τον πλανήτη Γη. Αλλά αυτές οι διαπιστώσεις αφορούσαν την κύρια ξηρά κι όχι τα μικρά και μεγαλύτερα νησιά του ωκεανού, αφού εκεί δεν υπήρχαν άνθρωποι για να τους επισκεφτεί. Όμως ήταν σίγουρος πως κι εκεί υπήρχαν οι ίδιες συνθήκες, μια και τίποτα δεν μπορούσε να δείξει το αντίθετο. Αυτή η πεποίθηση του ’φερε ξαφνικά την επιθυμία της αναγγελίας του χαρμόσυνου γεγονότος στους ΑρχΑγγέλους, σαν μια υπέρβαση και ελάττωση της σημασίας των αρνητικών καταγραφών του «αναλυτή» του. Εξ’ άλλου, η φωνούλα του ψιθύρισε πως μπορούσε να είναι σίγουρος για την επόμενη επίσκεψή του στον μικρό πλανήτη, γιατί φάνηκε πως η δική του παρουσία όχι μόνο δεν δημιουργούσε το οποιοδήποτε πρόβλημα, αλλά συντελούσε στο μεγάλωμα της αρμονίας.
Έτσι, όταν ο άγγελος Ερμιήλ μπήκε στο έτσαλον και αναχώρησε για την Αμάλθεια, δεν είχε την παραμικρή αντίληψη των τρομερών γεγονότων που είχαν αρχίσει να διαδραματίζονται στα βάθη του ωκεανού»…