Κοινωνική Αλληλεγγύη και Αλτρουισμός

Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ζούμε σαν άτομα και σαν κοινωνία, όλο και περισσότερο ακούγεται η λέξη αλληλεγγύη, σαν μια επίκληση της ανθρωπιάς μας, για την αντιμετώπιση μιας πολύ δύσκολης κατάστασης που έχει να κάνει ακόμα και με την επιβίωση κάποιων συνανθρώπων μας. Όμως, αυτή ακριβώς η επίκληση, για την επίδειξη αλληλεγγύης μεταξύ μας, σ’ αυτές τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης που βιώνουμε, οδηγεί στα παρακάτω ερωτήματα: Γιατί χρειάζεται η επίκληση της αλληλεγγύης, μόνο όταν τα πράγματα δυσκολεύουν οικονομικά; Γιατί αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς μεταξύ των ανθρώπων να μην αποτελεί το ζητούμενο και σε ομαλές κοινωνικές συνθήκες; Ακούγοντας αυτά τα ερωτήματα, μπορεί κάποιοι να σκεφτούν ότι η απάντηση είναι αυτονόητη, γιατί η αλληλεγγύη χρειάζεται όταν υπάρχει η ανάγκη για βοήθεια. Όμως θα έλεγα να κρατήσουμε αυτή την απάντηση και να εξετάσουμε πιο κάτω τη σκοπιμότητα των ερωτήσεων.


Η επίδειξη αλληλεγγύης έχει να κάνει μόνο με τη χορήγηση βοήθειας σε χρήμα και σε είδη πρώτης ανάγκης ή περιλαμβάνει και μια μεγαλύτερη φροντίδα κι ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, που μπορεί να φτάσει μέχρι και στην εκδήλωση καταστάσεων αλτρουισμού; Για να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, νομίζω πως πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε τις έννοιες των λέξεων «Αλληλεγγύη» και «Αλτρουισμός», γιατί σε πάρα πολλούς από μας υπάρχει η εντύπωση ότι οι λέξεις αυτές είναι απόλυτα συνώνυμες και ταυτόσημες, αλλά όπως θα δούμε παρακάτω έχουν μια σημαντική και ουσιαστική διαφορά. Ας δούμε λοιπόν την ετυμολογία και τις έννοιες αυτών των λέξεων: Η λέξη «Αλληλεγγύη» είναι σύνθετη λέξη, που αναλύεται στο «αλληλ», δηλαδή «αλλήλων», και στο «εγγύη». Η λέξη «εγγύη» σημαίνει την εγγύηση, τη διαβεβαίωση, το ενέχυρο, την εξασφάλιση. Έτσι λοιπόν η λέξη «αλληλεγγύη» αναλύεται σε «αλλήλων εγγύηση», και η πρώτη σημασία της είναι η έννοια «αυτού που δίνεται στο χέρι του άλλου ως διαβεβαίωση και ως εξασφάλιση μιας συμφωνίας». Η επέκταση αυτής της γραμματικής ερμηνείας είναι η Συναίσθηση των αμοιβαίων υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μεταξύ ατόμων. Μια διασταλτική ερμηνεία αυτής της αρχικής σημασίας της λέξης είναι η έννοια της υποχρέωσης που έχουν τα μέλη μιας ομάδας να αλληλοβοηθούνται και η έννοια της συμπαράστασης σε δοκιμαζόμενους συνανθρώπους. Αυτή η ερμηνεία έχει επικρατήσει, αλλά πιο κάτω θα αναπτύξουμε τη σημασία και της γραμματικής ερμηνείας της λέξης και θα δούμε σε τι είδους συμφωνία αναφέρεται η «Αλλήλων εγγύηση».


Ας δούμε τώρα την ετυμολογία και την ερμηνεία της λέξης «Αλτρουισμός»: Η λέξη «Αλτρουισμός» προέρχεται από τη Γαλλική Altroisme, η οποία εφευρέθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Γάλλο Όγκιστ Κοντ, που είναι από τους ιδρυτές της επιστήμης της Κοινωνιολογίας. Η έννοια της λέξης έχει να κάνει με τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο, που εκδηλώνεται με την επίδειξη ανιδιοτελούς ενδιαφέροντος και αγάπης, και κατευθύνεται από το «Εγώ» προς το «Εμείς». Δηλαδή, ο αλτρουισμός αφορά τις πράξεις ενός ανθρώπου που δεν εξυπηρετούν τα δικά του συμφέροντα, αλλά τα συμφέροντα του άλλου ή των άλλων συνανθρώπων του.


Υπάρχουν κάποιες ελληνικές λέξεις που είναι συνώνυμες με τον όρο «αλτρουισμός» και προσδιορίζουν περισσότερο την έννοια και τη σημασία της λέξης αυτής. Η «φιλαλληλία» και η «αυταπάρνηση» είναι λέξεις που η σημασία τους εμπεριέχεται στην έννοια του αλτρουισμού. Μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι μια ακραία περίπτωση αλτρουιστικής συμπεριφοράς περιλαμβάνεται στην έννοια της λέξης «αυτοθυσία». Μετά τον προσδιορισμό της έννοιας και της σημασίας των λέξεων «αλληλεγγύη» και «αλτρουισμός», μπορούμε πλέον να επισημάνουμε ομοιότητες και διαφορές. Πρώτα – πρώτα διαπιστώνουμε ότι και οι δυο λέξεις αφορούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων μεταξύ τους, δηλαδή έχουν μια κοινωνική διάσταση που, ενώ εκφράζει συναισθήματα που ανάγονται στην ανώτερη συνείδηση του ανθρώπου, λειτουργεί πρακτικά ορίζοντας δομές κοινωνικής συνοχής.


Ας δούμε τώρα το Πως γίνεται αυτό: Η αλληλεγγύη δε μπορεί να νοηθεί χωρίς την έννοια της συναλληλίας. Η γενική σημασία του όρου «συναλληλία» έχει να κάνει με τη σχέση που συνδέει διαφορετικές έννοιες οι οποίες υπάγονται άμεσα σε μια άλλη ανώτερη έννοια. Για παράδειγμα μπορούμε να πούμε ότι η ανώτερη έννοια «Φύση» συνίσταται από επί μέρους διαφορετικές έννοιες, όπως: φυτό, ζώο, βουνό, θάλασσα κλπ. Για το θέμα που μιλάμε τώρα, η συναλληλία αφορά τη σχέση που συνδέει τις επί μέρους διαφορετικές έννοιες, δηλαδή τις διαφορετικές ατομικότητες, που συνιστούν την ανώτερη έννοια της ανθρώπινης Κοινωνίας. Αλλά τι είναι αυτή η σχέση συναλληλίας που έχει τη δύναμη να συνδέει τις ατομικές διαφορετικότητες των ανθρώπων και να τις οδηγεί στην αποδοχή και στην ένταξη στην ομάδα που ονομάζουμε Κοινωνία; Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το καίριο ερώτημα, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας το είδος της ατομικής διαφορετικότητας των ανθρώπων, που πρέπει κατά κάποιο τρόπο να εκχωρηθεί απ’ το άτομο στο σύνολο, δηλαδή απ’ το «Εγώ» στο «Εμείς», για να μπορέσει να πάρει μορφή και να πραγματωθεί ή έννοια της Κοινωνίας.


Ο Εμπειριστής Άγγλος φιλόσοφος Τόμας Χομπς, που έζησε και πέθανε τον 17ο αιώνα, αναφέρει με σαφήνεια ότι: για τον άνθρωπο, ως φυσικό ον, δεν υπάρχει άλλος γνώμονας για την εκτίμηση των πραγμάτων παρά μόνο η ωφέλεια ή η ζημία που προκύπτει απ’ αυτά. Αν δυο άνθρωποι επιθυμούν το ίδιο πράγμα γίνονται εχθροί, και στη πορεία για την απόκτηση αυτού του πράγματος, προσπαθούν να καταστρέψουν ή να υποτάξουν ο ένας τον άλλον. ( Αν αυτή η διατύπωση φαίνεται σήμερα υπερβολική, δεν έχουμε παρά να δούμε το τι συμβαίνει στο κόσμο μεταξύ κρατών, συνασπισμών κρατών, θρησκευτικών ομάδων κλπ). Ο Χομπς λέει ακόμα ότι, στην προ κοινωνική κατάσταση του ανθρώπου επικρατούσε ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων». Αυτή η θεώρηση του Χομπς αναφέρεται μόνο σε μια φυσιοκεντρική αντίληψη της ουσίας του ανθρώπινου Είναι. Επικεντρώνεται δηλαδή μόνο στη λειτουργία των ενστίκτων και δέχεται ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου καθορίζεται μόνο απ’ αυτά, ενώ η λογική υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί την επιδίωξη ικανοποίησης των προσωπικών συμφερόντων. Πάνω σ’ αυτή τη βάση δομήθηκαν οι αρχικές ανθρώπινες κοινωνίες, στις οποίες ο αρχηγός ή ο ηγεμόνας καθόριζε τους όρους συμμετοχής στην ομάδα.


Οι μετέπειτα Κοινωνίες υπήρξαν γέννημα ενός συμβολαίου, που συνάφθηκε μεταξύ των μελών τους και περιόριζε τις εγωιστικές τάσεις και το προσωπικό συμφέρον του ενός που στρεφόταν εναντίον του συμφέροντος του άλλου ή των άλλων. Κρίθηκε λοιπόν αναγκαία η ύπαρξη μιας συμφωνίας μεταξύ των ανθρώπων που συνιστούν μια ομάδα – με την ευρύτερη έννοια του όρου – για τη παραχώρηση ενός μέρους της ελευθερίας μιάς ασύδοτης δράσης και την εγκαθίδρυση μιας ανώτερης ρυθμιστικής Αρχής, δηλαδή το Κράτος, που να βάζει και να τηρεί νόμους και κανόνες, για να περιορίζει την αλληλοεξόντωση και να προωθεί τον ανώτερο υλικό σκοπό. Σύμφωνα με την ηθική του Χομπς, ο ανώτερος υλικός σκοπός είναι η εγκόσμια ευδαιμονία που έγκειται σε μια διαρκή πορεία της επιθυμίας από το ένα αντικείμενο στο άλλο, όπου η απόκτηση του ενός δεν είναι παρά ο δρόμος για την απόκτηση του επόμενου.


Σ’ αυτή την καθαρά υλιστική αντίληψη της κοινωνίας, ο άνθρωπος που είναι μέλος της δέχεται να εκχωρήσει μέρος της ελευθερίας του και να υπακούσει σε κανόνες συμπεριφοράς, προκειμένου να διασφαλίσει τη δυνατότητα πραγματοποίησης της δικής του ατομικής πορείας προς την εγκόσμια ευδαιμονία. Αυτή η εκχώρηση ενός μέρους της ατομικής ελευθερίας προς τη ρυθμιστική Αρχή, δηλαδή το Κράτος ή την ηγεσία, γίνεται στα πλαίσια της συμφωνίας και της εγγύησης που δίνεται απ’ το Κράτος ή την ηγεσία για τη τήρηση προς όλα τα μέλη της ομάδας ή της Κοινωνίας των νόμων και των κανόνων συμπεριφοράς, που τίθενται κάθε φορά. Γίνεται φανερό λοιπόν ότι: η σχέση συναλληλίας, που συνδέει τις επί μέρους ατομικές διαφορετικότητες συμφερόντων, για την αποδοχή και την ένταξη στην ανώτερη έννοια της Κοινωνίας, είναι η εγγύηση που δίνεται από την εκάστοτε ηγεσία, για την ίση μεταχείριση και τη τήρηση των κανόνων που εξασφαλίζουν τη λεγόμενη κοινωνική συνοχή. Έτσι έχουμε την υλοποίηση της πρώτης γραμματικής ερμηνείας του όρου «Αλληλεγγύη», δηλαδή έχουμε την «αλλήλων εγγύηση», που λειτουργεί σαν συνδετικός κρίκος κι εξασφαλίζει τη συνοχή των μελών της ομάδας ή της Κοινωνίας.


Με αυτή την έννοια, αποκτούν νόημα και τα αρχικά ερωτήματα, το γιατί δηλαδή να χρειάζεται η επίκληση της αλληλεγγύης μόνο όταν τα πράγματα δυσκολεύουν οικονομικά, και να μην είναι το διαρκώς ζητούμενο και στις ομαλές κοινωνικές συνθήκες. Γιατί, η τήρηση και ο σεβασμός από όλους των όρων της συμφωνίας και του συμβολαίου κοινωνικής συμβίωσης, είναι η εγγύηση για τη σύνδεση και τη συνοχή των μελών της ομάδας και για την αποφυγή του αλληλοσπαραγμού. Αλλά, και στη μετέπειτα πορεία εξέλιξης των συνθηκών οργάνωσης της κοινωνίας προς το καλύτερο, από την εποχή του Διαφωτισμού και με την αποδοχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που, μεταξύ των άλλων, προστατεύουν και τους πιο αδύναμους απέναντι στην αυθαιρεσία των πιο ισχυρών, η Αλληλεγγύη σημαίνει και είναι η αμοιβαία τήρηση των νόμων και των κανόνων, που πρέπει να απορρέουν και να λειτουργούν από τις διατάξεις της βασικής συμφωνίας, που αναφέρεται και περιγράφεται στο εκάστοτε Σύνταγμα.


Η αλληλεγγύη λοιπόν πρέπει να είναι το διαρκώς ζητούμενο από τα μέλη της κοινωνίας προς την εκάστοτε ρυθμιστική Αρχή, στα πλαίσια εφαρμογής των συμφωνημένων κανόνων συνοχής της κοινωνίας, γιατί η έλλειψη αυτής της αλληλεγγύης, μπορεί να οδηγήσει σε προβληματικές ή και τραγικές καταστάσεις διαβίωσης των μελών της κοινωνίας, που μπορεί να φτάσουν μέχρι και τη διάρρηξη του συνδετικού της ιστού. Ένα ζωντανό παράδειγμα αυτού που λέμε, είναι η σημερινή οικονομική κρίση που βιώνουμε με τις πολύ δύσκολες μέχρι και τραγικές καταστάσεις, που αντιμετωπίζει πλέον ένα μεγάλο ποσοστό των μελών της κοινωνίας μας.


Όπως έχει αναφερθεί επανειλημμένα, από διάφορους ερευνητές και μελετητές αυτού του φαινομένου, η βάση της κρίσης είναι πολιτισμική και ηθική, δηλαδή δεν οφείλεται μόνο σε κακούς χειρισμούς στη διαχείριση κάποιων οικονομικών δεικτών και μεγεθών, αλλά οφείλεται κυρίως στη παραβίαση ή και ανατροπή κανόνων και όρων της συμφωνίας ή του συμβολαίου συμβίωσης των μελών της κοινωνίας ή των πολιτών της κρατικής οντότητας. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι άνθρωποι βιώνουν τη καθημερινότητά τους απορροφημένοι, σχεδόν ολοκληρωτικά, στη προσπάθεια καλυτέρευσης της θέσης τους, απέναντι σε ότι θεωρείται ως πρότυπο επιτυχίας και κοινωνικής καταξίωσης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Όμως, αυτή η προσπάθεια, επί της ουσίας, γίνεται με βάση κάποια στοιχεία της θεωρίας του Χομπς, που αναφέρθηκαν παραπάνω. Δηλαδή, ορισμένα στοιχεία των σχέσεων συναλληλίας έχουν να κάνουν με τη μεταλλαγή βασικών ενστίκτων, που δημιουργούν αρνητικές καταστάσεις, όπως: η υποκρισία, η υστεροβουλία, η αναλγησία, η κακότητα και πολλές φορές η καταστροφική μανία. Ενώ μια κρατική οντότητα βασίζει την ύπαρξή της σ’ ένα θεσμικό πλαίσιο κοινωνικής συνύπαρξης, που καθορίζει τις εκατέρωθεν σχέσεις και συμπεριφορές σύμφωνα με τις έννοιες και τις αρχές της ηθικής και του ανθρωπισμού, όπως για παράδειγμα οι αρχές της ισότητας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης κλπ, εντούτοις, στη πράξη, η εφαρμογή τους κινείται στα όρια μιας γραμματικής ερμηνείας των διατάξεων και αναιρείται ή παραβιάζεται η πραγματική έννοια και η ουσία αυτών των αρχών. Η παράβαση αυτή γίνεται τόσο απ’ τη πλευρά του κράτους με τη θέσπιση «συμπληρωματικών νόμων κι ερμηνευτικών διατάξεων», όσο κι από τη πλευρά των πολιτών με την αμφίσημη και ατομοκεντρική πρακτική στις σχέσεις συναλληλίας, στα πλαίσια του συνεχόμενου ανταγωνισμού για τη κατάκτηση μιας προνομιακής θέσης στη καθημερινή προσπάθεια ικανοποίησης των απαιτήσεων του «Εγώ».


Είναι φανερό πως η παραβίαση των όρων της συμφωνίας, που εξασφαλίζει τη κοινωνική συνοχή, ξεκινάει από τη ρυθμιστική Αρχή και διαχέεται προς ένα ποσοστό των μελών της κοινωνίας ή των πολιτών της κρατικής οντότητας, δημιουργώντας μια αμφίδρομη παραβατική σχέση και συμπεριφορά. Έτσι, παύει να ισχύει η έννοια της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της κοινωνικής ή κρατικής οντότητας, κι αρχίζει να φαίνεται πλέον η αδυναμία της ρυθμιστικής Αρχής να τηρήσει τις ισορροπίες και να ασκήσει με δικαιοσύνη τον ρυθμιστικό ρόλο που οφείλει να έχει η εκάστοτε εξουσία. Επί της ουσίας λοιπόν, παύει να ισχύει η «Αλλήλων εγγύηση» και το λιγότερο που μπορεί να συμβεί είναι το να γίνεται όλο και περισσότερο ελαστική η συνάλληλη σχέση μεταξύ των πολιτών και της εκάστοτε εξουσιαστικής Αρχής.


Εφόσον εξακολουθεί αυτή η κατάσταση, έρχεται η στιγμή που επικρατεί πλέον μόνο η προάσπιση του ατομικού συμφέροντος και το ενιαίο σύνολο της κοινωνίας διαχωρίζεται σε μικρότερες ομάδες, που η κάθε μια διεκδικεί μόνο για λογαριασμό της την ικανοποίηση των αναγκών της, θεωρώντας ότι δίκαιο και νόμιμο είναι μόνο ό,τι εκφράζει τα δικά της συμφέροντα. Μ’ αυτό το τρόπο, μπορεί να έρθει μια πλήρης διάσπαση του κοινωνικού ιστού και να επικρατήσει μια χαώδης κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε άμεσες συγκρούσεις και σε εμφύλιο σπαραγμό. Πριν φτάσει η κοινωνία σ’ αυτή την ακραία κατάσταση, εμφανίζονται δράσεις, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, που προσπαθούν να καλύψουν τις τραγικές επιπτώσεις από την ανεπάρκεια της όποιας εξουσίας, προκειμένου να προληφθεί η κοινωνική έκρηξη. Αυξάνονται συνεχώς οι εκκλήσεις, από προσωπικότητες και συλλόγους των τοπικών κοινωνιών για επίδειξη αλληλεγγύης και παροχή βοήθειας σε συνανθρώπους που έχουν ανάγκη.


Έτσι προκύπτει η ανάγκη εφαρμογής της διασταλτικής ερμηνείας της λέξης «αλληλεγγύη», που, ενώ παίζει σημαντικό ρόλο στην ανακούφιση κάποιων ανθρώπων που πάσχουν, πολλές φορές υποκρύπτει και κάποιες περιπτώσεις που δε συνάδουν με τη φιλαλληλία και με μια πιο ανθρώπινη αντίληψη στις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μιας τόσο αρνητικής συμπεριφοράς, μπορεί να αναφερθούν, όπως: Η επίκληση από ανθρώπους που έχουν και κατέχουν πλούτο, για βοήθεια και αλληλεγγύη προς τους πάσχοντας, που απευθύνεται προς τους πολύ λιγότερο πλούσιους και σε ανθρώπους της μεσαίας τάξης, που σήμερα οι περισσότεροι βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση, ενώ αυτοί που επικαλούνται την ανάγκη αλληλεγγύης προσφέρουν πολύ λίγα έως ελάχιστα. Ταυτόχρονα οικειοποιούνται αυτή τη δράση και προβάλλονται είτε ως άτομα είτε ως επιχείρηση, επωφελούμενοι των ευμενών επιπτώσεων της δημοσιότητας, φτάνοντας μέχρι του σημείου να δείχνουν πρόσωπα και καταστάσεις. Έπειτα, είναι και η συμπεριφορά ανθρώπων που έχουν τον τρόπο να βοηθήσουν, αλλά, δίνοντας κάποια φορά το ελάχιστο, πείθουν τον εαυτό τους ότι αυτή η προσφορά υπερκαλύπτει την όποια κοινωνική τους υποχρέωση.


Γίνεται φανερό λοιπόν ότι, οι δράσεις προσώπων και ομάδων που αφορούν τη παροχή βοήθειας προς τους συνανθρώπους που έχουν ανάγκη, πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να διαφυλάσσεται η προσωπική αξιοπρέπεια του καθένα μας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί οι αναξιοπαθούντες συνάνθρωποί μας, πέρα απ’ τα ρούχα και τα τρόφιμα, έχουν τις περισσότερες φορές μεγάλη ανάγκη την ανθρώπινη επαφή και την ηθική υποστήριξη.


Είναι πολύ παρήγορο το γεγονός ότι, μέσα απ’ αυτή τη κρίση κι απ’ την αντιφατική συμπεριφορά που έχουμε σαν μέλη της κοινωνίας μας, εμφανίστηκε σε αρκετά μεγάλο βαθμό ένα κίνημα αλληλεγγύης και προσφοράς στο συνάνθρωπο, μέσα από οργανωμένες δράσεις Δήμων, εκκλησίας και διαφόρων συλλόγων, που αφορούν μεγάλο φάσμα ανθρώπινων αναγκών, όπως φάρμακα, τρόφιμα, ρούχα κλπ. Ταυτόχρονα, υπάρχουν αξιοθαύμαστες δράσεις κάποιων ιδιωτικών οργανισμών, όπως για παράδειγμα: «Η κιβωτός του Κόσμου», «Το χαμόγελο του Παιδιού», «Οι γιατροί του Κόσμου», «Γιατροί χωρίς σύνορα» κλπ, που υποστηρίζονται βασικά απ’ τον απλό κόσμο και προσφέρουν σημαντικότατο κοινωνικό έργο. Όμως, όλα αυτά είναι εξαιρέσεις και δεν αποτελούν τον κανόνα της κοινωνικής συνύπαρξης, και σε μια γενικευμένη κρίση δε μπορούν να καλύψουν το πλήθος των ελλείψεων και των αναγκών που δημιουργούνται σ’ ένα μεγάλο αριθμό συμπολιτών.


Όπως είπαμε και πιο πάνω, αυτό που αποτελεί κανόνα συμπεριφοράς στις σχέσεις μεταξύ των μελών της ομάδας ή κοινωνίας είναι ο συνεχής ανταγωνισμός, που μερικές φορές γίνεται άκρατος και σκληρός. Ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι άμεσα φανερό, ο ανταγωνισμός υποβόσκει και πολλές φορές εκδηλώνεται σαν ένας τρόπος ατομικής άμυνας, απέναντι στις διεκδικήσεις του «Άλλου» ή των «Άλλων». Αυτός ο τρόπος συμπεριφοράς, που διαπερνά όλα τα επίπεδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δεν αφορά μόνο κάποιες θεωρούμενες ως υπανάπτυκτες κοινωνίες, αλλά αποτελεί ένα σχεδόν δομικό κοινωνικό στοιχείο των λεγόμενων πολιτισμένων και οικονομικά αναπτυγμένων χωρών.


Γιατί οι άνθρωποι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, συμπεριφέρονται στις μεταξύ τους σχέσεις σαν ανταγωνιστές κι όχι σαν συναγωνιστές στη καθημερινότητα της προσωπικής και κοινωνικής τους ζωής; Έχω την άποψη ότι αυτό έχει να κάνει, επί της ουσίας, με την εγωκεντρική και ατομικιστική δόμηση της ανθρώπινης κοινωνίας, που υπερβαίνει τις όποιες θεσμικές ρυθμίσεις της συμφωνίας κοινωνικής συνύπαρξης. Πάρα πολλές φορές, ακόμα κι όταν το «Εγώ» αναζητάει το «Εμείς», δεν το κάνει για λόγους ουσιαστικής διάθεσης προσφοράς προς τους «Άλλους», αλλά για λόγους ατομικής επιβεβαίωσης και προβολής. Μπορούμε να πούμε ακόμα ότι, αυτή η συμπεριφορά του συνεχούς ανταγωνισμού δημιουργεί και ψυχαναγκαστικές καταστάσεις, που εκδηλώνονται με την αίσθηση της ματαιότητας και του ανεκπλήρωτου, που πολλές φορές οδηγούν σε σύνδρομα φοβικής απομόνωσης.


Μέσα από μια συνολική θεώρηση των ανθρώπινων σχέσεων σε μια πλήρως ανταγωνιστική κοινωνία, διαπιστώνουμε ότι αναπτύσσονται συναισθήματα που πηγάζουν απ’ τη κατώτερη συνείδηση, όπως: Η ποικιλότροπη έκφραση αλαζονείας, που πολλές φορές εμφανίζει απίστευτη σκληρότητα. Η πλεονεξία, που εκδηλώνεται σαν ανυποχώρητη βουλιμία και τάση ικανοποίησης μιας όλο κι αυξανόμενης λαίμαργης διάθεσης «καταβρόχθισης» των πάντων, με την απόκτηση όλο και περισσότερων πραγμάτων και τη κατάκτηση όλο και «υψηλότερων» θέσεων στην ιεραρχία μιας ποικιλότροπης εξουσίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν όλα αυτά μπορεί να γίνονται σε βάρος των δικαιωμάτων άλλων συμπολιτών και συνανθρώπων. Η τάση απόκτησης και συσσώρευσης πραγμάτων και «δύναμης», σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, συνιστά το πρότυπο και το σκοπό ζωής του «μέσου ανθρώπου», ο οποίος πολλές φορές δεν υπολογίζει τις συνέπειες μιας τέτοιας δράσης, που, εκτός των άλλων, μπορεί να έχει σαν θύμα και τον ίδιο τον δράστη, αφού τον καθιστά απόλυτα δέσμιο μιας παθιασμένης και ατελέσφορης συμπεριφοράς. Αλλά, αυτή η συμπεριφορά έχει να κάνει με τη καθημερινότητα των ανθρώπινων σχέσεων, κι έχει σαν επακόλουθο την εμφάνιση κι άλλων συναισθημάτων της κατώτερης συνείδησης, όπως: Ζήλια, φθόνος, μίσος, αναλγησία, σαδισμός, υποκρισία κλπ.


Όμως, πως συμβιβάζονται όλα αυτά με τις έννοιες του Πολιτισμού και του Πολίτη, που περιλαμβάνουν ποιότητες απ’ την ανώτερη συνείδηση του ανθρώπου; Η αρχαία ελληνική «Πόλις», σαν θεσμική κοινωνική οργάνωση, εξασφάλιζε στους ανθρώπους που ζούσαν σ’ αυτή, δηλαδή στους «Πολίτες», καλύτερες συνθήκες ζωής. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, Πολιτισμός είναι ο τρόπος που διαβιούσαν οι Πολίτες, αφού ο τρόπος αυτός οδηγούσε από το ζην στο ευ ζην. Αυτό το ευ ζην αφορούσε περισσότερο τη θέσπιση κανόνων παιδείας και υπεύθυνης συμπεριφοράς του ατόμου προς ό,τι θεϊκό κι ανθρώπινο, με σκοπό τη γενικότερη αποδοχή ενός πλέγματος υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, που επίσημα εξασφάλιζε συνθήκες ισονομίας και κοινωνικής ειρήνης, πράγμα που επέτρεπε και έδινε ώθηση στην ανάπτυξη των «γραμμάτων και των τεχνών».


Όμως, παρ’ όλη την ανάπτυξη του λογικού και φιλοσοφικού στοχασμού, διαχρονικά δεν υπήρξε επί της ουσίας καμία δραματική αλλαγή στη πρακτική της καθημερινότητας, σχετικά με την χρησιμοθηρική και ωφελιμιστική αντίληψη του Κόσμου, πράγμα που με μεγάλη ένταση εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Ακόμα κι όταν απ’ την εποχή του διαφωτισμού έγιναν γνωστές στην ανθρωπότητα κάποιες αξίες της ανώτερης συνείδησης, ως πολιτισμικές αξίες, που αφορούσαν επίσημες δομές κοινωνικής οργάνωσης σχετικά με τη θρησκεία, τη πολιτική, το δίκαιο, την οικονομία, την επιστήμη και την αισθητική, στη πράξη αυτές οι αξίες μεταλλάσσονται σε συμπεριφορές που έχουν να κάνουν, σχεδόν ολοκληρωτικά, με τη προσαρμογή στις προσταγές και στις απαιτήσεις μιας απόλυτα εξουσιαστικής παγκόσμιας θεότητας, που λέγεται «Ελεύθερη Αγορά».


Στο όνομα αυτής της παγκόσμιας θεότητας, που σήμερα έγινε πλέον «Ασύδοτα Ελεύθερη Αγορά», συντελούνται παντός είδους και μεγέθους θυσίες, όπως για παράδειγμα: Θυσίες που έχουν να κάνουν με την υποβάθμιση ή και την εκμηδένιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στα πλαίσια ενός αμείλικτου και εξοντωτικού ανταγωνισμού, για τη κατάκτηση ή τη διατήρηση μιας θέσης στη κλίμακα διαβάθμισης των αξιών του συστήματος. Επανειλημμένες θυσίες ανθρώπινων ζωών στις «εκπολιτιστικές προσπάθειες» των σκληρών εκπροσώπων της θεότητας, για την επιβολή των «ιερών» νόμων της σε κάποιες «ανυπάκουες» και «οπισθοδρομικές» κοινωνίες. Θυσίες με τη συνεχόμενη απομύζηση και τη μετάλλαξη της σύνθεσης και χρήσης των ενεργειακών στοιχείων του πλανήτη, πράγμα που τον οδηγεί στον σχεδόν πλήρη αποσυντονισμό του, με αποτέλεσμα τις ανυπολόγιστες καταστροφικές συνέπειες, οι οποίες έχουν αρχίσει ήδη να εκτυλίσσονται.


Αυτή η παγκόσμια εκδοχή του πολιτισμού δεν προέκυψε ξαφνικά, αλλά αποτελεί τη σημερινή κατάληξη μιας βασικής κι αμετάβλητης πορείας του πρακτικού τρόπου σύνθεσης των κοινωνιών, μέσα απ’ την αλληλουχία των ιστορικών γεγονότων. Έτσι, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων θεωρεί ότι αυτός ο τρόπος βίωσης της καθημερινότητας έχει να κάνει με μια αμετάβλητη ενστικτώδη φυσικότητα, που είναι προσαρμοσμένη στον ανταγωνιστικό τρόπο ζωής και των υπόλοιπων όντων του πλανήτη. Όμως, αυτό το «άλλοθι» καταρρίπτεται αμέσως, γιατί καμία ενστικτώδης συμπεριφορά οποιουδήποτε ζώου στη φύση, εκτός απ’ αυτή του ανθρώπου, δεν επιδεικνύει μίσος, υστεροβουλία, αναλγησία, σαδισμό, κακότητα και καταστροφική μανία. Τίποτα απ’ όλα αυτά δε μπορεί να χαρακτηριστεί σαν «ενστικτώδης φυσική συμπεριφορά», γιατί τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την αυτοσυντήρηση και τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Όλα αυτά τα συναισθήματα, κι άλλα παρόμοια, είναι καταστάσεις της κατώτερης συνείδησης, που εμφανίζονται και δημιουργούνται από τον τρόπο συμπεριφοράς που έχει επιλέξει ο ίδιος ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον.


Η διαφορά που υπάρχει μεταξύ της σκληρής πραγματικότητας των ανθρώπινων σχέσεων και της ορθολογικής θεσμικής συγκρότησης της κοινωνίας, αποδεικνύει ότι η ατομοκεντρική αντίληψη του κόσμου είναι ζήτημα βασικής συνειδητής επιλογής και όχι μια «φυσική» κατάληξη των πραγμάτων, απέναντι στην οποία ο άνθρωπος δε μπορεί να κάνει διαφορετικά. Αυτή η επιλογή της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, σημαίνει και τη καταπίεση ή και το ξεγέλασμα της ανώτερης ή ηθικής συνείδησης του ανθρώπου, που αποτελεί το βασικότερο στοιχείο διαχωρισμού του απ’ τα υπόλοιπα όντα του πλανήτη. Ένα παράδειγμα αυτής της καταπίεσης ή του ξεγελάσματος της ηθικής μας συνείδησης είναι η στάση του πιστού, που όντας συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντι στο Θείο – όπως αυτές ορίζονται από το δόγμα (εκκλησιασμός, άναμμα κεριού, μετάνοιες κλπ) – πείθει τον εαυτό του ότι είναι ένας ενάρετος και κοινωνικά «εντάξει» άνθρωπος, ενώ ταυτόχρονα μένει αδιάφορος για τις τραγικές καταστάσεις που συμβαίνουν γύρω του, μια και δεν ευθύνεται άμεσα ο ίδιος γι’ αυτό. Αυτή η καθησυχαστική αίσθηση της μη ενοχής, για όσα άσχημα κι απάνθρωπα συμβαίνουν γύρω μας, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση και μια εθελότυφλη αντιμετώπιση της πραγματικότητας, που καθιστά τον άνθρωπο έναν σχεδόν αδιάφορο παρατηρητή ή και απλό σχολιαστή των γεγονότων.


Όμως, αυτή η αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μια μεγέθυνση κι εξάπλωση των δυσμενών γεγονότων, με άσχημες πρακτικές και ψυχολογικές επιπτώσεις και προεκτάσεις. Επειδή η κοινωνία λειτουργεί σαν ένας ζωντανός οργανισμός, που η υγεία του εξαρτάται από την εύρυθμη λειτουργία των επί μέρους οργάνων του, είναι φυσικό η όποια αρρυθμία να δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, έστω κι αν αυτό δε μπορεί να γίνει αντιληπτό απ’ την αρχή. Πρακτικά γίνεται φανερό ότι η απάθεια απέναντι σε τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν στον κοινωνικό περίγυρο, δε προφυλάσσει τον απαθή άνθρωπο από αντίστοιχες επιπτώσεις, γιατί, όπως σωστά λέγεται, όταν καίγεται το σπίτι του διπλανού σου αν δε βοηθήσεις στη κατάσβεση να περιμένεις να καεί και το δικό σου.


Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η μερική ενεργοποίηση μελών της κοινωνίας για επίδειξη αλληλεγγύης σε δοκιμαζόμενους συμπολίτες, λειτουργεί αντανακλαστικά και σαν ένας τρόπος άμυνας απέναντι στην εξάπλωση του κακού. Ακόμα κι έτσι όμως, δημιουργείται η δυνατότητα αυτογνωσίας, που μπορεί να οδηγήσει σε μια, έστω και σταδιακή, ανάδειξη των ποιοτήτων της ανώτερης ή ηθικής συνείδησης του ανθρώπου. Μπορεί δηλαδή στις σχέσεις συναλληλίας να εμφανιστούν ανώτερα συναισθήματα, που να πηγάζουν από τις καθοριστικές δυνατότητες του ανθρώπινου όντος, όπως είναι ο Λόγος, η Βούληση και η Αγάπη.


Ο Λόγος, σαν τρόπος σκέψης για την ανάδειξη κι αξιολόγηση των πνευματικών δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι μόνο στη βάση μιας καθαρά υλιστικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας, αλλά με τη στάθμιση και προβολή στο τρόπο ζωής, του σκοπού ύπαρξης των ποιοτήτων της ανώτερης συνείδησης, που προσδιορίζουν συγκεκριμένες συμπεριφορές, όπως:

Τον αποκλεισμό της υποκρισίας για ατομικό όφελος.

Τον αποκλεισμό της με κάθε τρόπο προβολής ή επιβολής του «Εγώ» σε βάρος των άλλων.

Τον αποκλεισμό της αντίληψης που θεωρεί τους Άλλους και σαν «εκμεταλλεύσιμα αντικείμενα» για την ικανοποίηση ατομικών αναγκών.


Αυτοί οι αποκλεισμοί θα είχαν σαν αποτέλεσμα να επικρατήσουν:

Η καλή διάθεση και η κατανόηση του ενός προς τον άλλον.

Ο συναγωνισμός προς το καλύτερο και πολλές φορές η συμπόρευση στον αγώνα της καθημερινότητας.

Η αναγνώριση και ο σεβασμός της διαφορετικότητας του ενός προς τον άλλον.


Η Βούληση, σαν δυνατότητα απόφασης για την ανάδειξη των ποιοτήτων που βρίσκονται κρυμμένες και καταπιεσμένες στο «Είναι» του ανθρώπου, όπως:

Η απόφαση μιας αποστασιοποίησης, έστω και για λίγο, με πραγματική κριτική διάθεση προς τον εαυτό μας, για μια ατομική ενδοσκόπηση και διερεύνηση των όσων μπορούν να μας κάνουν πραγματικά χαρούμενους κι ευτυχισμένους, χωρίς τύψεις κι εκπτώσεις απ’ την ηθική που ορίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η απόφαση για μια διαφορετική αξιολόγηση των προτεραιοτήτων στη καθημερινότητα της ζωής, που πρακτικά μπορεί να σημαίνουν την απεμπλοκή απ’ τις μυλόπετρες της καταναλωτικής μανίας.

Η απόφαση για ουσιαστική συμμετοχή στις απλές χαρές της ζωής και στην απόλαυση που προσφέρει το πλησίασμα στη φύση με πραγματικό ενδιαφέρον και σεβασμό στις διεργασίες και στις ισορροπίες της.


Η Αγάπη, σαν έκφραση αυτεπίγνωσης και ανάδειξης των τελειοτήτων του ανώτερου εαυτού μας, που έχουν να κάνουν με ουσιαστικές παραδοχές μιας διαφορετικής εκτίμησης των πραγμάτων, όπως:

Η αγάπη προς τον εαυτό μας όχι με μια εγωιστική και ατομοκεντρική διάθεση, αλλά με τη παραδοχή της δυνατότητας μιας ειρηνικής συνύπαρξης και διάθεση αναγνώρισης της κοινής μοίρας με ό,τι μας περιβάλλει.

Η αγάπη προς τους συνανθρώπους μας, σαν μια υλοποίηση του Χριστιανικού «Αγαπάτε Αλλήλους» και την αποδοχή της συναλληλίας σαν φιλαλληλία.

Η αντίληψη αυτή μπορεί να εκδηλώνεται πρακτικά σαν μια διαρκής αλτρουιστική διάθεση προσφοράς ανιδιοτελούς αγάπης προς τον συνάνθρωπο, που πολλές φορές μπορεί να φτάσει μέχρι και την ακραία κατάσταση της αυτοθυσίας.


Όμως, όλα αυτά είναι εύκολο να λέγονται, αλλά πολύ δύσκολο να γίνονται. Μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι, όπως είναι σήμερα τα πράγματα, αυτού του είδους η ποιοτική αναβάθμιση στις ανθρώπινες σχέσεις φαντάζει τελείως ουτοπική, γιατί απαιτείται μια σχεδόν απόλυτη ανατροπή της ατομοκεντρικής αντίληψης, που εφαρμόζεται πρακτικά στη καθημερινότητα των κοινωνικού γίγνεσθαι. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι, μέχρι να φτάσουμε σαν κοινωνία στο αλτρουιστικό «Αγαπάτε Αλλήλους» πρέπει να βιώνουμε τη σύντομη ζωή μας στα πλαίσια του «Ο σώσον εαυτόν σωθήτω», που αποτελεί κατάντια για τον άνθρωπο, μια και τον εξομοιώνει ή και τον βάζει πιο χαμηλά από τα πιο άγρια όντα του πλανήτη.


Έτσι, σαν κοινωνικό ον ο άνθρωπος πρέπει να διεκδικήσει το δικαίωμα στη ζωή με αξιοπρέπεια, σαν Πολίτης κι όχι σαν υπήκοος. Αυτή η διεκδίκηση ξεκινάει από την απαίτηση τήρησης απ’ όλους, κράτος και πολίτες, της Αλληλεγγύης, δηλαδή της βασικής συμφωνίας που εξασφαλίζει την ατομική αξιοπρέπεια του ανθρώπου με ισονομία και τη δυνατότητα ικανοποίησης των βασικών αναγκών, όπως: το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στην υγεία και το δικαίωμα στη παιδεία. Δηλαδή, τη διεκδίκηση και τη πάλη του ανθρώπου για το δικαίωμα στο πολιτισμό.